- σύσκηνος
- ο, η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύνσκανος Ααυτός που διαμένει στην ίδια σκηνή με άλλον ή με άλλουςαρχ.1. ομοτράπεζος, σύντροφος2. συνάδελφος σε θέατρο, σε θίασο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -σκηνος (< σκηνή), πρβλ. επί-σκηνος].
Dictionary of Greek. 2013.